Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η στρεβλή δομή της Ευρωζώνης

Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε μια χώρα με εθνικό νόμισμα (που ορίζεται ως ένα με ελεύθερα κυμαινόμενη ισοτιμία) και μια άλλη, που δεν διαθέτει. Οταν η δεύτερη εκδίδει ομολογιακό δανεισμό σε ξένο νόμισμα ή σε εγχώριο, το οποίο είναι συνδεδεμένο με άλλο, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο αμφισβήτησης του αξιοχρέου της. Ωστόσο, ο εκδότης ενός εθνικού νομίσματος, ήτοι μια κυβέρνηση, η οποία υλοποιεί τις δαπάνες της χρησιμοποιώντας το δικό της, ελεύθερα κυμαινόμενο νόμισμα, δεν μπορεί να αναγκασθεί στην κήρυξη πτώχευσης. Το γεγονός αναγνωρίζεται -σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον- από τις αγορές και από τις εταιρείες αξιολόγησης της δανειοληπτικής ικανότητας κρατών και επιχειρήσεων. Μια χώρα, όπως είναι η Ιαπωνία μπορεί να διαθέτει δημόσιο χρέος διπλάσιο σε αναλογία προς το ΑΕΠ της από αυτό της «υπερχρεωμένης» Ελλάδας και άλλων μεσογειακών κρατών, ενώ η αγορά θα συνεχίσει να την εμπιστεύεται, χορηγώντας της χαμηλότοκο δανεισμό. Σε αντίθεση, οι χώρες-μέλη του ευρώ αντιμετωπίζουν την υποβάθμιση της δανειοληπτικής ικανότητάς τους και την αύξηση των επιτοκίων τους δανεισμού, αν και ως ποσοστό του ΑΕΠ τους, τα δημόσια ελλείμματά τους είναι πολύ χαμηλότερα από εκείνα της Ιαπωνίας ή των ΗΠΑ. Και αυτό, διότι μια χώρα που διαθέτει εθνικό νόμισμα έχει τη δυνατότητα να δαπανά πιστώνοντας τραπεζικούς λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των επιτοκίων. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται κίνδυνος αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους της, σε αντίθεση με μία χώρα, η οποία συνδέει το νόμισμά της με άλλο ή άλλα, ή που το διατηρεί σταθερό, και η οποία μπορεί να αναγκασθεί σε πτώχευση. Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν οι ΗΠΑ κατήργησαν τη σύνδεση του δολαρίου με το χρυσό το 1933.

Το πρόβλημα με την Ευρωζώνη είναι ότι οι χώρες - μέλη της εγκατέλειψαν τα εθνικά νομίσματά τους, υιοθετώντας το ευρώ. Για κάθε μία από αυτές τις χώρες, το ευρώ είναι ένα ξένο νόμισμα. Κάθε εθνική κυβέρνηση δρομολογεί τις δαπάνες της, πιστώνοντας τους τραπεζικούς λογαριασμούς των πωλητών με αποτέλεσμα τη δημιουργία τραπεζικών αποθεμάτων, τα οποία διατηρούνται στην κεντρική της τράπεζα. Με δεδομένο ότι μια χώρα, όπως η Ελλάδα, είναι ενταγμένη στην Ευρωζώνη, όταν έχει μεγάλα δημόσια ελλείμματα, η κεντρική τράπεζά της υπόκειται σε διαρκείς εκροές αποθεμάτων της προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα αντικαθιστά ασφαλώς μέσω της πώλησης ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, αντιστρέφοντας τις ροές κεφαλαίων υπέρ, πλέον, της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδας.

Αντιθέτως, χώρες που διατηρούν το εθνικό νόμισμά τους, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία ή η Βρετανία, αντλούν δανεισμό σε ξένα νομίσματα. Οι δαπάνες τους χρηματοδοτούνται με την πίστωση τραπεζικών λογαριασμών. Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν περιορίζονται χρηματοπιστωτικά όταν εκδίδουν χρέος στο εθνικό νόμισμά τους, διότι έχουν το… μονοπώλιο σε ό,τι αφορά την κοπή του. Εναλλακτικά, χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες εκχωρούν τη νομισματική κυριαρχία τους, περιορίζονται σε ό,τι αφορά το δανεισμό τους και αναγκάζονται να δανείζονται από τις κεφαλαιαγορές -με τα επιτόκια των αγορών- για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους. Οπως αποδεικνύεται από την περίπτωση της Ελλάδας, αυτή η νομισματική «κατάσταση» επιτρέπει στις αγορές και στις εταιρείες πιστοληπτικής αξιολόγησης κρατών και επιχειρήσεων (ή στη Γερμανία σε ό,τι αφορά την Ελλάδα) να τους επιβάλλουν εγχώριες πολιτικές την ώρα που πρόκειται για εθνικώς κυρίαρχα κράτη.

Εάν προσπαθούσαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να τηρήσουν το Σύμφωνο για τη Σταθερότητα και την Ανάπτυξη δεν θα ήταν σε θέση να υποστηρίξουν τις οικονομίες τους εν μέσω της τρέχουσας κρίσης. Το γεγονός θα οδηγούσε πιθανότατα σε παγκόσμια ύφεση ή τουλάχιστον σε ευρωπαϊκή. Αντί να επιτρέψουν τη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής για τη διατήρηση της σταθερότητας της οικονομίας και την προστασία της απασχόλησης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ως άμεση προτεραιότητα τον έλεγχο των δημοσίων ελλειμμάτων τους, αγνοώντας τι σηματοδοτεί αυτή η στάση για κάθε εθνική οικονομία συνολικά.

Ομως, παρά το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας και τους περιορισμούς στο εθνικό χρέος των κρατών - μελών της Ευρωζώνης, όλες, εκτός από το Λουξεμβούργο και τη Φινλανδία παραβιάζουν προς το παρόν το όριο σε ό,τι αφορά το δημόσιο έλλειμμά τους και όλες, εκτός από έξι, υπερβαίνουν το όριο του 60% για το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ τους. Ακόμη και η Γερμανία, η μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο, παραβιάζει και τους δύο αυτούς κανόνες. Ενώ δε ορισμένες χώρες αναγκάσθηκαν να τους παραβιάσουν με το ξέσπασμα της κρίσης, άλλες το έκαναν ήδη, πριν από αυτήν. Δεν ήταν το Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και τη Σταθερότητα εκείνο, το οποίο περιόριζε τα ελλείμματά τους αλλά, μάλλον, η αίσθηση που επικρατούσε στις αγορές ότι κάποιες κυβερνήσεις θα αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν το εθνικό χρέος τους. Αναμφισβήτητα, κάποια χώρα θα έφθανε στο όριο, πυροδοτώντας μια κρίση και η κρίση αυτή θα επεκτεινόταν.

Η σχετικώς «ισχυρότερη» δημοσιονομική κατάσταση της Γερμανίας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ικανότητάς της να διαθέτει ένα πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχόντων λογαριασμών. Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο και μεγάλο μέρος των αγορών της -όπου διοχετεύει τις εξαγωγές της- βρίσκεται στην Ευρώπη. Εδώ υπάρχει φυσικά η άλλη όψη, των ελλειμμάτων των ισοζυγίων τρεχόντων λογαριασμών και των δημοσίων ελλειμμάτων άλλων ευρωπαϊκών κρατών, περιλαμβανομένης της Ελλάδας. Αποτελεί λοιπόν διπλή ειρωνεία, το γεγονός ότι η Γερμανία κατηγορεί τους γείτονές της για τη «σπάταλη συμπεριφορά» τους, ενώ η ίδια εξαρτάται από το γεγονός ότι «ζουν πέραν των δυνατοτήτων τους», δημιουργώντας το δικό της εμπορικό πλεόνασμα, που επιτρέπει με τη σειρά του στην κυβέρνηση του Βερολίνου να έχει μικρότερα δημόσια ελλείμματα. Ασφαλώς, δεν είναι δυνατόν να έχουν όλες οι χώρες στον κόσμο πλεονασματικά ισοζύγια τρεχόντων λογαριασμών. Ακόμη και συνολικά, η Ευρώπη μπορεί να έχει ένα πλεονασματικό ισοζύγιο, μόνον στον βαθμό που κάποιες άλλες χώρες -ανά τον κόσμο- θα διαθέτουν ελλείμματα. Συνολικά, η Ευρώπη έχει ένα σχετικώς ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχόντων λογαριασμών με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεδομένου δε ότι καμία από τις χώρες-μέλη του ευρώ δεν έχει επιμέρους τη δυνατότητα να υποτιμήσει το νόμισμά της σε μια προσπάθεια εξασφάλισης ενός πλεονασματικού ισοζυγίου τρεχόντων λογαριασμών, στο πλαίσιο της Ευρωζώνης υπάρχει πλήρης αλληλοεξάρτηση: το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχόντων λογαριασμών μιας χώρας της Ευρωζώνης έναντι των γειτόνων της, αντισταθμίζεται από το αντίστοιχο έλλειμμα κάποιας άλλης γειτονικής χώρας. Μια χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία περιορίζεται τριπλά -ήτοι από την αδυναμία της να υποτιμήσει το ευρώ, την παγκόσμια κρίση αλλά και την ύπαρξη ενός ισχυρού γείτονα, που επιδιώκει αποφασιστικά τα εμπορικά πλεονάσματα- είναι μάλλον απίθανο να εξασφαλίσει ένα εμπορικό πλεόνασμα η ίδια.

Οπως βλέπουμε, τα προβλήματα της Ευρωζώνης επηρεάζουν και άλλες χώρες. Η χρηματιστηριακή αγορά στις ΗΠΑ βάλλεται από τις άσχημες ειδήσεις από την Ευρώπη. Ειρωνικά, η κρίση στην Ευρώπη θα χειροτερεύσει την κατάσταση της ιαπωνικής οικονομίας, η οποία εδώ και δύο δεκαετίες γνωρίζει τη δική της χρηματο-οικονομική κρίση. Οι ιαπωνικές τράπεζες είχαν επενδύσει εκτενώς σε ευρωομόλογα, θέλοντας να εκμεταλλευθούν τη σημαντική διαφορά των αποδόσεών τους. Ιάπωνες -μη θεσμικοί- επενδυτές έχουν μεγάλα ανοίγματα σε αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν στην Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Ακόμη, τουλάχιστον τα δύο τρίτα του δανεισμού που έχει χορηγηθεί σε χώρες με αναδυόμενες αγορές προέρχεται από ευρωπαϊκές τράπεζες. Εάν οι τελευταίες κλονισθούν και αρχίσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους, θα αποσταθεροποιηθούν και οι αναδυόμενες αγορές. Ως εκ τούτου, τίποτα δεν αποκλείει έναν δεύτερο γύρο ύφεσης παγκοσμίως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου